- αδρομάλλης
- -μάλλα και -μαλλούσα, -μάλλικο(συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρομάλλης — αδρομάλλης, α και ούσα, ικο και αδρόμαλλος, ανδρομάλλα και ανδρομαλλούσα, ο και ανδρομάλλικο πυκνομάλλης: Ήταν ένα παιδί ζωηρό, μελαχρινό, αδρομάλλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδρόμαλλος — η, ο ο αδρομάλλης … Dictionary of Greek
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek